-
1 ἀργινόεις
1 gleaming white ἐν ἀργινόεντι μαστῷ (codd.: ἀργεννόεντι Schr.) P. 4.8 ] -
2 ἀργήεις
ἀργήεις, εσσα, εν: [dialect] Dor. [full] ἀργάεις, [var] contr. [full] ἀργᾶς, gen. ᾶντος: (v. ἀργός):—A white, shining,ταῦρον ἀργᾶντα Pi.O.13.69
; ἐν ἀργάεντι (v.l. ἀργινόεντι)μαστῷ Id.P.4.8
; οἰωνός.. ἔξοπιν ἀργᾶς, = πύγαργος, prob. in A.Ag. 115 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργήεις
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский